- πελιδνότης
- πελιδν-ότης, ητος, ἡ,A = πελίωσις, Aret. SA1.5, Gal.18(2).126.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πελιδνότης — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελιδνότητα — πελιδνότης fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελιδνότητα — η / πελιδνότης, ητος, ΝΑ [πελιδνός] το πελιδνό χρώμα, η ωχρότητα νεοελλ. το χλόμιασμα, το κιτρίνισμα από φόβο … Dictionary of Greek